- ἄθρα
- ἄθρᾱ , ἀθρόοςin crowdsneut nom/voc/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Зороастрийский календарь — Календарь Данные о календаре Тип календаря Солнечный Календарная эра Вставка високосов Другие календари Армелина · Армянский: языческий, христианский · Ассирийский · … Википедия
καψάθρα — και καψαλήθρα, η 1. απανθρακωμένο υπόλειμμα υφάσματος ή χαρτιού το οποίο δεν έχει ακόμη κονιοποιηθεί εντελώς 2. καύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάψα (II) ή θ. καψ (πρβλ. έκαψ α, αόρ. τού καίω) + κατάλ. άθρα. Ο τ. καψαλήθρα < θ. καψαλ τού καψαλίζω + … Dictionary of Greek